- φιλόνικος
- -η, -οαυτός που αγαπάει τις φιλονικίες, εριστικός, καβγατζής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλόνικος — και φιλόνεικος, η, ο / φιλόνικος και φιλόνεικος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει να φιλονικεί, φίλερις, καβγατζής αρχ. 1. (με θετική σημ.) φιλότιμος («ἀντὶ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο», Πλάτ.) 2. (το ουδ ως… … Dictionary of Greek
φιλόνικος — φιλόνῑκος , φιλόνεικος masc/fem nom sg φιλόνικος fond of victory masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλονικώτερον — φιλόνικος fond of victory masc acc comp sg φιλόνικος fond of victory neut nom/voc/acc comp sg φιλόνικος fond of victory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαδών — μαδών, ῶνος, ὁ (Α) (εβρ. λέξη) φιλόνικος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. iš mādhōn «φιλόνικος άνθρωπος»] … Dictionary of Greek
φιλονίκως — φιλονί̱κως , φιλόνεικος adverbial φιλονί̱κως , φιλόνεικος masc/fem acc pl (doric) φιλόνικος fond of victory adverbial φιλόνικος fond of victory masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόνικον — φιλόνῑκον , φιλόνεικος masc/fem acc sg φιλόνῑκον , φιλόνεικος neut nom/voc/acc sg φιλόνικος fond of victory masc/fem acc sg φιλόνικος fond of victory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tsimandria — (Greek: Τσιμάνδρια) is a village on Lemnos, a Greek island in the northern part of the Aegean Sea, it is part of the municipality of Nea Koutali since the late 1990s. It is close to a few beaches, including Diapori and Alagomandra. Its 2001… … Wikipedia
αιτιάρης — [αιτία] 1. αυτός που ζητάει αφορμή για καβγά, φιλόνικος, καβγατζής 2. αυτός που έχει τάση να αρρωσταίνει, φιλάσθενος, καχεκτικός 3. (ιδιαίτερα) φυματικός, χτικιάρης … Dictionary of Greek
αμιλλητήριος — ἁμιλλητήριος, α, ον (AM) [ἁμιλλητήρ] αυτός που είναι σχετικός με την άμιλλα ή ρέπει προς την άμιλλα, ο αγωνιστικός 2. φιλόνικος, εριστικός … Dictionary of Greek
αμφισβητητικός — ή, ό (Α ἀμφισβητητικός, όν) [ἀμφισβήτητος] 1. ο ικανός να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο 2. αυτός που τού αρέσει να αμφισβητεί, εριστικός, φιλόνικος 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμφισβητητική η τέχνη τής αμφισβήτησης 4. (το ουδέτερο ως… … Dictionary of Greek